δαφνίδες

δαφνίδες
δαφνίς
bayberry
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαφνίδες — οι βοτ. οικογένεια τής τάξης δαφνώδη …   Dictionary of Greek

  • Δαφνίδες — Δαφνίς bayberry fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • δαφνοειδής — ές (Α δαφνοειδής, ές) όμοιος με δάφνη νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το δαφνοειδές γένος θυμελαιοειδών φυτών τών οποίων είδη είναι το δαφνοειδές το κνίδιο (χολόχορτο) και δαφνοειδής η χαμελαία (λυκονουρά, χαμολιά) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • δαφνώδης — ες (AM δαφνώδης, ες) [δάφνη] 1. γεμάτος δάφνες 2. δαφνοειδής, όμοιος με δάφνη ή με φύλλα δάφνης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαφνώδη, τα τα δαφνοειδή, οι δαφνίδες …   Dictionary of Greek

  • κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το …   Dictionary of Greek

  • λινδέρα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lindera < νεολατ. lindera < J. Linder, όν. Ελβετού βοτανολόγου] …   Dictionary of Greek

  • λιτσέα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας δαφνίδες …   Dictionary of Greek

  • νέκτανδρο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας δαφνίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nectandra < νεολατ. nectandra < λατ. nectar (< νέκταρ) + κατάλ. andra (< ανδρα < ἀνήρ, ἀνδρός)] …   Dictionary of Greek

  • περσέα — Bλ. λ. αβοκάτο. * * * η, ΝΜΑ και περσαία και περσεία και περσείη και περσίη Α νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τών τροπικών περιοχών και κυρίως τής Νότιας Αμερικής, με φύλλα δερματώδη και αρωματικά που ανήκει στην οικογένεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”